- παγκυτταροπενία
- και παγκυτοπενία, ηιατρ. ελάττωση όλων τών έμμορφων στοιχείων τού αίματος: τών ερυθρών αιμοσφαιρίων, τών λευκών αιμοσφαιρίων και τών αιμοπεταλίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παμμυελόφθιση — η ιατρ. προοδευτική απλασία όλων τών κυτταρικών συστημάτων τού μυελού τών οστών, που εκδηλώνεται στο περιφερικό αίμα με παγκυτταροπενία, βαριά αναιμία, λευκοπενία, αιμορραγική διάθεση και νεκρωτικές βλάβες τών βλεννογόνων … Dictionary of Greek
υπερσπληνισμός — ο, και υπερσπληνία, η, Ν ιατρ. κλινικό σύνδρομο που συνδυάζει παγκυτταροπενία τού περιφερειακού αίματος με αδιατάρακτη τη λειτουργία τού μυελού τών οστών και σπληνομεγαλία, θεωρούμενη ως εκδήλωση υπερλειτουργίας ή δυσλειτουργίας τής σπλήνας.… … Dictionary of Greek